Εισαγωγή
Η ηθοποιός Παθ Βέγκα (Paz Vega) έχει συνδεθεί στενά με τον κινηματογράφο της Ισπανίας και ιδίως με ταινίες που ισορροπούν ανάμεσα στον ερωτισμό, το δράμα και την προσωπική αναζήτηση. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ταινία Lucía y el Sexo (ελληνικός τίτλος: «Το Σεξ και η Λουσία»), σε σκηνοθεσία του Χούλιο Μέντεμ (Julio Medem). Η ταινία κυκλοφόρησε το 2001 και κατέστη σημείο αναφοράς όχι μόνο για την καριέρα της Παθ Βέγκα, αλλά και για την πορεία του σύγχρονου ισπανικού κινηματογράφου. Στο κείμενο που ακολουθεί, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της ταινίας, της πρωταγωνίστριας, του σκηνοθέτη, αλλά και της σημασίας αυτής της δουλειάς για την καλλιτεχνική σκηνή της Ισπανίας και πέρα από αυτήν. Με βάση τα βασικά στοιχεία που αντλούνται και από το άρθρο της σελίδας roztilefona.net, θα αναπτύξουμε μια πιο δομημένη και αναλυτική αφήγηση, η οποία θα περιλαμβάνει το πλαίσιο δημιουργίας του φιλμ, τη θεματική του, τις προκλήσεις που αντιμετώπισε η παραγωγή και πώς τελικά η Παθ Βέγκα έγινε ένα από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα του ισπανικού σινεμά.
Σύντομο ιστορικό πλαίσιο του σύγχρονου ισπανικού κινηματογράφου
Προτού εστιάσουμε συγκεκριμένα στην ταινία Lucía y el Sexo, είναι χρήσιμο να δούμε εν τάχει πώς διαμορφώθηκε το πλαίσιο του ισπανικού κινηματογράφου προς το τέλος του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου. Η Ισπανία μετά τη δικτατορία του Φράνκο (που έληξε το 1975) γνώρισε μια ραγδαία πολιτισμική και κοινωνική αλλαγή. Ο κινηματογράφος της, έχοντας έως τότε περιορισμούς και λογοκρισία, «απελευθερώθηκε» και αναζήτησε νέους τρόπους έκφρασης. Σκηνοθέτες όπως ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έφεραν στο προσκήνιο μια τολμηρή, εναλλακτική, πολλές φορές προκλητική οπτική, που αντικατόπτριζε την ελευθεριότητα, τον πειραματισμό και τα κοινωνικά άλματα που συντελούνταν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000, εμφανίστηκαν νέα ονόματα που θέλησαν να χτίσουν πάνω σε αυτή την παράδοση, αλλά και να επεκτείνουν τα όρια της αφήγησης με ένα πιο μοντέρνο και υπαρξιακό βλέμμα. Ο Χούλιο Μέντεμ ανήκει σε αυτήν τη γενιά, προσεγγίζοντας θέματα όπως η σεξουαλικότητα, η ταυτότητα, η φαντασία και η πραγματικότητα. Η ταινία Lucía y el Sexo υπήρξε ένα απτό παράδειγμα της διάθεσης των νεότερων δημιουργών να «παίξουν» με την αφήγηση, την αισθητική και την έννοια του ερωτισμού.
Η γνωριμία με τον Χούλιο Μέντεμ
Ο Χούλιο Μέντεμ (Julio Medem), γεννημένος το 1958 στο Σαν Σεμπαστιάν της Χώρας των Βάσκων, ξεκίνησε την καριέρα του ως κριτικός κινηματογράφου, αλλά σύντομα πέρασε πίσω από την κάμερα, σκηνοθετώντας μικρού μήκους και εν τέλει μεγάλου μήκους ταινίες. Δουλειές του όπως το Vacas (1992), το La ardilla roja (1993) και το Tierra (1996) έδειξαν ότι επρόκειτο για σκηνοθέτη με ευαίσθητη κινηματογραφική γλώσσα, που συνδύαζε τον ρεαλισμό με το ονειρικό ή το φαντασιακό στοιχείο.
Συνηθίζει να τοποθετεί τους ήρωές του σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, όπου τα όρια μεταξύ παρελθόντος, παρόντος, φαντασίας και πραγματικότητας γίνονται ρευστά. Με αυτό τον τρόπο, το κοινό βυθίζεται σε έναν κόσμο όπου το αφήγημα μετατρέπεται σε παζλ. Πολλοί κριτικοί έχουν περιγράψει τον Μέντεμ ως «ποιητή της εικόνας», αφού η αισθητική του στηρίζεται όχι μόνο στη γραμμική αφήγηση, αλλά και στις αφαιρετικές, οπτικά πανέμορφες σκηνές.
Η ιστορία της ταινίας Lucía y el Sexo
Η ταινία Lucía y el Sexo βρέθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2001 και αμέσως προκάλεσε αίσθηση. Παρόλο που ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει σε μια καθαρά ερωτική ή αισθησιακή θεματολογία, το φιλμ διαπραγματεύεται πολύ περισσότερα: την αναζήτηση της ταυτότητας, την εξερεύνηση της μνήμης, την επίδραση των απωλειών στη ζωή μας, αλλά και τη δυνατότητα της αγάπης να «επουλώνει» τραύματα.
Η πλοκή ακολουθεί τη Λουσία, μια νεαρή σερβιτόρα, η οποία μαθαίνει για τον θάνατο του φίλου της, του Λορένθο, που είναι συγγραφέας. Οι ανατροπές, τα φλας μπακ και οι αφηγηματικές «τρύπες» (οπές, όπως τις ονόμασε ο ίδιος ο Μέντεμ) επιτρέπουν στο κοινό να βλέπει τα γεγονότα μέσα από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Υπάρχει συνεχής διάδραση ανάμεσα στην ιστορία που γράφει ο Λορένθο και στην πραγματικότητα που ζουν οι ήρωες – σαν να μπαινοβγαίνουν στην ίδια μυθοπλασία.
Βασικά σημεία της ιστορίας
Η Λουσία ξεκινάει την αφήγηση σε μια φάση δραματικής κρίσης, καθώς πιστεύει ότι ο σύντροφός της έχει σκοτωθεί. Φεύγει για ένα απομονωμένο νησί, θέλοντας να βρει ηρεμία και να «κρυφτεί» από τη σκληρή πραγματικότητα. Στο νησί, το φως, ο ήλιος, η θάλασσα και η γυμνή φύση γίνονται αλληγορία για την «κάθαρση» που αναζητά. Την ίδια στιγμή, η αφήγηση ακολουθεί τον Λορένθο στο παρελθόν, καθώς εξελίσσεται η σχέση του με τη Λουσία, αλλά και με άλλους χαρακτήρες.
Το σεξ, ως πράξη, εμφανίζεται στην ταινία όχι απλώς για την αισθησιακή του διάσταση, αλλά ως κομβικό στοιχείο της ανθρώπινης επικοινωνίας, της δημιουργίας και της καταστροφής. Ο Μέντεμ το χρησιμοποιεί για να δείξει πώς οι επιθυμίες, τα πάθη και οι ενοχές αλληλεπιδρούν, δημιουργώντας ένα περίπλοκο πλέγμα σχέσεων.
Η Παθ Βέγκα ως Λουσία
Η Παθ Βέγκα γεννήθηκε το 1976 στη Σεβίλλη της Ανδαλουσίας. Πριν το Lucía y el Sexo, είχε συμμετάσχει σε τηλεοπτικές σειρές και σε κάποιες λιγότερο γνωστές ταινίες, δείχνοντας ήδη το ταλέντο της. Ωστόσο, ο ρόλος της Λουσίας λειτούργησε ως κομβικό σημείο στην καριέρα της, εκτοξεύοντάς την στη διεθνή σκηνή.
Στο φιλμ, η Βέγκα ενσαρκώνει μια γυναίκα γεμάτη προσδοκίες, φόβους, έντονα συναισθήματα, η οποία απεγνωσμένα θέλει να ανακαλύψει το νόημα της προσωπικής της ιστορίας. Η Λουσία ψάχνει αλήθειες, θέλει να γιατρέψει τις πληγές της και, μέσα από την ερωτική εμπειρία, παλεύει να ορίσει εκ νέου τον εαυτό της.
Τι έφερε η Παθ Βέγκα σε αυτόν τον ρόλο;
Έναν συνδυασμό αθωότητας και δυναμισμού. Ενώ η Λουσία μοιάζει εύθραυστη, την ίδια στιγμή είναι έτοιμη να αναμετρηθεί με τις σκληρότερες όψεις της ζωής και της αγάπης.
Μια φυσικότητα στις ερωτικές σκηνές, γεγονός που συνέβαλε στο να γίνουν οι σκηνές αυτές καθοριστικές για την ατμόσφαιρα της ταινίας.
Έναν τρόπο παιχνιδιού με το βλέμμα, το χαμόγελο και τις παύσεις, που της επέτρεψε να αποδώσει τις αποχρώσεις της ψυχοσύνθεσης του χαρακτήρα.
Η Παθ Βέγκα κέρδισε το βραβείο Goya Καλύτερης Νέας Ηθοποιού (Mejor Actriz Revelación) για την ερμηνεία της, κάτι που επιβεβαίωσε την εντύπωση ότι είχαμε μπροστά μας μια σπάνια περίπτωση ταλαντούχας ηθοποιού.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Χούλιο Μέντεμ
Για να εκτιμήσουμε πλήρως το αποτέλεσμα στο Lucía y el Sexo, χρειάζεται να μιλήσουμε για τον τρόπο που ο Μέντεμ «έστησε» το φιλμ. Η ταινία χωρίζεται νοητά σε δύο βασικούς χώρους: την πόλη (τη Μαδρίτη) και το νησί. Στην πόλη, το σκηνικό είναι πιο «σκοτεινό», πιο κλειστοφοβικό, με έντονο το στοιχείο της βραδινής ζωής και των εσωτερικών χώρων. Στο νησί, αντίθετα, το φως του ήλιου και η γαλάζια θάλασσα κυριαρχούν, ενώ ο ρυθμός της αφήγησης επιβραδύνεται για να εντείνει το αίσθημα της ανάπαυλας ή της φυγής.
Ο Μέντεμ παίζει συνεχώς με την ιδέα ότι η ιστορία (που γράφει ο Λορένθο) μπορεί να αλλάξει μοίρες, σαν ένα μαγικό ραβδί που αναπλάθει τα γεγονότα. Μέσα από αυτό το τέχνασμα, το φιλμ κινείται ανάμεσα στο μεταφυσικό και το ρεαλιστικό, προσκαλώντας τον θεατή να σκεφτεί αν, τελικά, ελέγχουμε εμείς τη ζωή μας ή είμαστε έρμαια των δικών μας φαντασιώσεων και επιθυμιών.
Επίσης, ο Μέντεμ δεν διστάζει να δείξει σκηνές έντονου ερωτισμού, σε μερικές στιγμές σχεδόν ωμές, αλλά που ποτέ δεν γίνονται αυτοσκοπός. Ο ερωτισμός εδώ είναι ένα ουσιώδες συστατικό της αφήγησης, ένα όχημα για να φτάσουν οι ήρωες στην αυτογνωσία ή, αντίθετα, για να βυθιστούν ακόμη περισσότερο στη σύγχυση.
Η σημασία του τίτλου: «Σεξ και Λουσία»
Αν και στα ελληνικά ο τίτλος συνήθως αποδίδεται ως «Το Σεξ και η Λουσία», στα ισπανικά είναι απλούστερα: Lucía y el Sexo. Αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι ο τίτλος βάζει τον όρο «σεξ» δίπλα στο όνομα της ηρωίδας – σχεδόν σαν να είναι μια αυτόνομη προσωπικότητα. Αυτό αντικατοπτρίζει το κεντρικό ζήτημα του φιλμ: η ερωτική επιθυμία, η σεξουαλική πράξη και η σημασία τους στις ζωές των ανθρώπων.
Ο τίτλος δεν είναι μονάχα «προκλητικός». Πέραν του ότι προσελκύει το κοινό, λειτουργεί σαν δήλωση: Αυτή η ταινία διερευνά τη σεξουαλικότητα ως κάτι πιο βαθύ από μια επιφανειακή ερωτική σκηνή. Διερευνάται η σεξουαλική ορμή ως ζωτική ενέργεια, που άλλοτε σώζει και άλλοτε καταστρέφει. Είναι, λοιπόν, λογικό η ταινία να φέρει αυτόν τον τίτλο, αφού η Λουσία (και κατ’ επέκταση ο Λορένθο και οι άλλοι χαρακτήρες) προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τις πιο ισχυρές τους επιθυμίες.
Οι προκλήσεις της παραγωγής και οι αντιδράσεις του κοινού
Παρά την αρχική αναγνώριση των δυνατοτήτων του εγχειρήματος, η παραγωγή δεν ήταν απλή. Οι τολμηρές σκηνές ερωτισμού οδήγησαν σε δυσκολίες χρηματοδότησης και προώθησης, καθώς ορισμένοι πιθανοί επενδυτές δίσταζαν μπροστά στη σαφήνεια και την ειλικρίνεια με την οποία ο Μέντεμ ήθελε να απεικονίσει την ερωτική ζωή των ηρώων.
Όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες, κάποιοι θεατές και κριτικοί τη χαρακτήρισαν «προκλητική» ή «πολύ τολμηρή». Ωστόσο, παρά τις όποιες ενστάσεις, απέσπασε θετικά σχόλια για το καλλιτεχνικό της αποτέλεσμα. Οι ερμηνείες των ηθοποιών, ειδικότερα της Παθ Βέγκα, θεωρήθηκαν εξαιρετικά πειστικές. Πολλοί επαίνεσαν το γεγονός ότι οι ερωτικές σκηνές εξυπηρετούν το σενάριο, αντί να αποτελούν αυτοσκοπό ή εμπορικό «τυράκι».
Στην Ισπανία, η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στο εξωτερικό, έλαβε μια πιο περιορισμένη διανομή σε επιλεγμένες αίθουσες τέχνης, μα το φιλμ γρήγορα κέρδισε τη φήμη του «καλλιτεχνικού ερωτικού δράματος» και έγινε γνωστό κυρίως από στόμα σε στόμα.
Ο ρόλος της θάλασσας και του τοπίου
Ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία στο Lucía y el Sexo είναι η ανάδειξη του φυσικού τοπίου, ειδικά των σκηνών που εξελίσσονται στο νησί. Ο Μέντεμ επέλεξε νησιωτικά τοπία με απίστευτα καθαρή θάλασσα και έντονο ηλιακό φως, ώστε να «μεταφέρει» τον θεατή σε έναν τόπο σχεδόν εξωπραγματικό, όπου η Λουσία προσπαθεί να γιατρευτεί.
Υπάρχει μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: η ταινία παίζει συνεχώς με την ιδέα της «τρύπας» στη θάλασσα, όπου ο βυθός υποτίθεται ότι λειτουργεί σαν δίοδος σε μια άλλη πραγματικότητα. Αυτή η αλληγορία αποτελεί μέρος της «κεντρικής ποιητικής» του φιλμ: οι ήρωες αναζητούν (ή πέφτουν) σε «τρύπες» της ζωής τους, μέσα από τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι με τα μυστικά τους, με τις επιθυμίες τους και, τελικά, με μια μορφή λύτρωσης ή αναδημιουργίας.
Το τοπίο δεν είναι απλώς φόντο· είναι μέρος της αφήγησης. Όπως η θάλασσα με την παλίρροια, έτσι και η ζωή της Λουσίας και του Λορένθο μπαινοβγαίνει σε διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις, κάποιες φορές πλημμυρίζει με πάθος, άλλες αδειάζει από παρουσία.
Η αφήγηση ως «πολυεπίπεδος» λαβύρινθος
Μία από τις ειδοποιούς διαφορές του Lucía y el Sexo από πολλές άλλες ρομαντικές ή ερωτικές ταινίες είναι η πολυεπίπεδη αφήγηση. Ο Λορένθο, όντας συγγραφέας, γράφει μια ιστορία που περιλαμβάνει στοιχεία από τη ζωή του, αλλά κι από τη φαντασία του. Ο Μέντεμ, σε πολλές σκηνές, θολώνει τα όρια ανάμεσα στην πραγματική ζωή των χαρακτήρων και στο μυθιστόρημα που γράφει ο Λορένθο.
Ο θεατής συχνά αναρωτιέται: «Συνέβη στ’ αλήθεια αυτό ή είναι μέρος του βιβλίου;» Αυτή η τεχνική προκαλεί ένα συναρπαστικό αίσθημα μυστηρίου, αλλά ταυτόχρονα μας φέρνει ενώπιον του ερωτήματος: Μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να αλλάξουμε (ή να ξαναγράψουμε) τη δική μας ιστορία; Είναι η ζωή μας κάτι σταθερό ή εξαρτάται από τον τρόπο που εμείς επιλέγουμε να την αφηγηθούμε;
Πολλοί κριτικοί έχουν επισημάνει ότι αυτή η «αφηγηματική κατασκευή» θυμίζει μεταμοντέρνες τεχνικές λογοτεχνίας, όπου η ιστορία ενίοτε χάνεται μέσα στις ίδιες τις λέξεις της. Στον κινηματογράφο, βέβαια, μια τέτοια αφήγηση απαιτεί προσεγμένο μοντάζ, κάτι που ο Μέντεμ κατάφερε σε μεγάλο βαθμό.
Ο ερωτισμός και η απεικόνισή του
Πέρα από την υπαρξιακή και ψυχολογική διάσταση, η ταινία είναι γνωστή και για τον έντονο ερωτισμό της. Οι σκηνές σεξ, είτε ανάμεσα στη Λουσία και τον Λορένθο είτε ανάμεσα σε άλλους χαρακτήρες, είναι εκτεταμένες, ρεαλιστικές και συχνά ωμές. Αυτή η τόλμη προκάλεσε φυσικά συζητήσεις για το αν η ταινία «εκμεταλλεύεται» το γυμνό ή αν, αντίθετα, το αξιοποιεί δημιουργικά.
Η Παθ Βέγκα έχει αναφέρει σε συνεντεύξεις της ότι ένιωσε πως ο Μέντεμ χειρίστηκε το ερωτικό στοιχείο με ευαισθησία και προσοχή. Κατά την ηθοποιό, οι συγκεκριμένες σκηνές ήταν αναγκαίες για την αφήγηση, δεδομένου ότι χωρίς αυτές θα έλειπε μια βασική πτυχή της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων. Επιπλέον, μέσα από αυτές τις σκηνές, αναδεικνύεται η ευθραυστότητα αλλά και η ένταση που υπάρχει στις σχέσεις των ηρώων.
Μπορεί μερικοί να θεωρήσουν ότι οι εν λόγω σκηνές είναι υπερβολικές, αλλά κρίνοντας με βάση τη θεματολογία – την αλληλένδετη σχέση του σεξ με την ταυτότητα και τη συγγραφή της δικής μας ιστορίας – φαίνεται δύσκολο να παραλειφθούν. Η πρόκληση για τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς ήταν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην τέχνη και στον ρεαλισμό, χωρίς να διολισθήσουν σε κάτι το απλοϊκά πορνογραφικό.
Η επίδραση της ταινίας στην καριέρα της Παθ Βέγκα
Μετά το Lucía y el Sexo, η Παθ Βέγκα είδε την καριέρα της να εκτοξεύεται. Κέρδισε το βραβείο Goya, όπως προαναφέρθηκε, και σύντομα προσελκύθηκε από διεθνείς παραγωγές. Στην πορεία, η ηθοποιός συνεργάστηκε με σκηνοθέτες της Ισπανίας και του Χόλιγουντ, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε πιο εμπορικά πρότζεκτ και σε τέχνη που της επέτρεπε να εκφράσει τον δυναμισμό της.
Βλέποντας τη μετέπειτα πορεία της, μπορούμε να πούμε ότι η Παθ Βέγκα διατήρησε το ενδιαφέρον της για ρόλους που την «εξερευνούν» σε βαθύτερο επίπεδο, αν και δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που εμφανίστηκε και σε καθαρά εμπορικές ταινίες. Πάντως, για πολλούς θεατές και κριτικούς, ο ρόλος της Λουσίας παραμένει ορόσημο στην καριέρα της.
Η κληρονομιά του Lucía y el Sexo
Παρότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την κυκλοφορία της ταινίας, το Lucía y el Sexo διατηρεί μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του ισπανικού κινηματογράφου. Η τολμηρή του αφηγηματική προσέγγιση, η αισθητική του τόλμη και οι ερμηνείες των ηθοποιών το καθιστούν ένα από τα πιο συζητημένα και αναγνωρίσιμα δείγματα της μετα-αλμοδοβαρικής περιόδου.
Ακόμα και σήμερα, νέοι σινεφίλ που ανακαλύπτουν την ταινία στο διαδίκτυο εντυπωσιάζονται από την πρωτοποριακή σκηνοθετική οπτική. Πέρα από την πρόσληψη στη χώρα καταγωγής της, η ταινία έγινε αντικείμενο ακαδημαϊκής ανάλυσης, κυρίως σε τμήματα κινηματογραφικών σπουδών, καθώς αποτελεί παράδειγμα της συγχώνευσης του ερωτισμού με το πειραματικό και το ψυχολογικό στοιχείο.
Πολλοί παραλληλίζουν το Lucía y el Sexo με άλλες ταινίες που κινούνται στη σφαίρα του ερωτικού-δραματικού είδους, όπως το In the Realm of the Senses (1976) του Ναγκόισα Όσιμα ή το Blue Is the Warmest Colour (2013) του Αμπντελατίφ Κεσίς. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ο ερωτισμός λειτουργεί σαν μοχλός ανάπτυξης της ιστορίας και όχι σαν εμπορικό τρικ.
Προσωπικές ταυτότητες και «επανεφεύρεση» των ηρώων
Κεντρικό θέμα στην ταινία είναι η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν την ταυτότητά τους ή να «επανεφεύρουν» τον εαυτό τους, ιδίως όταν βρεθούν στα όρια του πόνου, της απώλειας ή της επιθυμίας. Η Λουσία, βρίσκοντας καταφύγιο στο νησί, επιδιώκει να ανασυνθέσει τα κομμάτια της ύπαρξής της. Ο Λορένθο, μέσα από τη συγγραφή, αναζητά μια δεύτερη ευκαιρία, προσπαθώντας να «διορθώσει» όσα έσπασαν στη ζωή του.
Αυτή η μεταμόρφωση είναι στον πυρήνα της αφήγησης. Το σεξ, η αγάπη, η συγχώρεση, η μνήμη: όλα υφαίνονται μαζί, δίνοντας στους χαρακτήρες μια ευκαιρία να ανακαλύψουν κάτι νέο για τον εαυτό τους. Άλλοτε οι ανακαλύψεις είναι λυτρωτικές, άλλοτε οδυνηρές. Η ταινία, όμως, δεν καταλήγει σε μια απλοϊκή δαιμονοποίηση ή εξύμνηση της σεξουαλικότητας· αντίθετα, υπογραμμίζει ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας.
Αφιέρωμα στη γυναικεία φωνή
Παρόλο που στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται και ο Λορένθο, ο χαρακτήρας της Λουσίας είναι κεντρικός και παρουσιάζεται με πληρότητα που σπάνια βλέπουμε σε γυναίκες χαρακτήρες ερωτικών δραμάτων. Η ταινία δίνει χώρο στη Λουσία να εκφράσει τις αμφιταλαντεύσεις, τις ενοχές, τις επιθυμίες και τις αποφάσεις της, μετατρέποντάς την σε έναν ολοκληρωμένο, πολυσύνθετο άνθρωπο.
Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Lucía y el Sexo δεν αποτελεί μια ταινία που βλέπει τη γυναίκα ως «αντικείμενο πόθου» ή απλώς ως ερωτική σύντροφο. Η Λουσία έχει τη δική της πλοκή, τους δικούς της εσωτερικούς δαίμονες και ο δρόμος της αναζήτησής της δεν εξαντλείται στη σχέση της με τον Λορένθο. Φυσικά, η ερωτική ιστορία είναι κομβική, αλλά δεν ορίζει το σύνολο της ύπαρξής της.
Το στοιχείο του πένθους και της απώλειας
Ένα άλλο κεντρικό θέμα που συχνά παραβλέπεται στις επιφανειακές αναφορές για το Lucía y el Sexo είναι αυτό του πένθους και της απώλειας. Η Λουσία φεύγει για το νησί έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο σύντροφός της ενδέχεται να έχει πεθάνει. Η φυγή της είναι μια απόπειρα να διαχειριστεί τον πόνο, αλλά και μια αναζήτηση απαντήσεων.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, το πένθος πλανάται: άλλοτε βαρύ και σκοτεινό (στις σκηνές της πόλης), άλλοτε φωτεινό και λυτρωτικό (στο νησί). Ο Μέντεμ χρησιμοποιεί τη μεταφορά της θάλασσας, της άμμου και του ήλιου για να υποδηλώσει πώς το πένθος μπορεί να φέρει καθαρότητα, μια καινούρια αρχή, αρκεί ο άνθρωπος να είναι πρόθυμος να αντιμετωπίσει τις πληγές του.
Η μουσική και η ατμόσφαιρα
Σε μια ταινία όπου η εικόνα παίζει τόσο σημαντικό ρόλο, δεν θα μπορούσε να λείπει κι ένα ιδιαίτερο ηχητικό περιβάλλον. Η μουσική υπόκρουση στο Lucía y el Sexo, διακριτική αλλά έντονα συναισθηματική, υπογραμμίζει τις στιγμές μεταβολής του ψυχισμού της Λουσίας και των άλλων ηρώων. Σε ορισμένες σκηνές, κυριαρχεί σχεδόν η σιωπή, αφήνοντας τους ήχους του φυσικού περιβάλλοντος (θάλασσα, αέρας) να δημιουργήσουν μια «ωκεάνια» ατμόσφαιρα μοναξιάς, ηρεμίας ή περισυλλογής.
Σε άλλες σκηνές, μια μελαγχολική ή νοσταλγική μελωδία συνοδεύει τις ερωτικές περιπτύξεις ή τις εσωτερικές συγκρούσεις, προσδίδοντας έναν επιπλέον στρώμα βάθους. Η μουσική δεν είναι ποτέ κραυγαλέα, ούτε κατευθύνει απροκάλυπτα το συναίσθημα του θεατή. Λειτουργεί συμπληρωματικά και τονίζει τον υποκειμενικό κόσμο των χαρακτήρων.
Αντιπαραθέσεις και κριτική
Όπως πολλές ταινίες που απεικονίζουν το σεξ ανοιχτά, έτσι και το Lucía y el Sexo δέχτηκε κριτική από κάποιους θεατές και κριτικούς που βρήκαν τις ερωτικές σκηνές υπερβολικές. Επιπλέον, ο τρόπος που η ιστορία «πλέκεται» μπορεί να αποθαρρύνει θεατές που προτιμούν μια πιο παραδοσιακή αφηγηματική δομή. Η αποσπασματικότητα και οι πολλαπλές χρονικές ροές δημιουργούν μια αίσθηση σύγχυσης, κυρίως αν κάποιος περιμένει να δει μια απλή, γραμμική ιστορία.
Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι η ταινία διακρίνεται για το θάρρος της, για την καλλιτεχνική της ποιότητα και για την ανατρεπτική της διάθεση. Ο Μέντεμ κατηγορήθηκε ίσως ότι επαναλαμβάνει ορισμένα μοτίβα της φιλμογραφίας του, αλλά συγχρόνως επαινέθηκε γιατί κατόρθωσε να τα οδηγήσει σε μια ωρίμανση.
Η ευρύτερη απήχηση στο ευρωπαϊκό σινεμά
Το ευρωπαϊκό σινεμά φημίζεται για την ικανότητά του να προσεγγίζει τον ερωτισμό και τις ανθρώπινες σχέσεις με έναν πιο ρεαλιστικό, άμεσο τρόπο σε σύγκριση με τις χολιγουντιανές παραγωγές. Το Lucía y el Sexo εντάσσεται σε αυτή τη παράδοση, αλλά φέρει την ξεχωριστή σφραγίδα του Μέντεμ: μια ατμόσφαιρα σχεδόν «μαγικού ρεαλισμού», όπου ο χρόνος και η αφήγηση δεν υπακούν σε συμβατικούς κανόνες.
Η ταινία, λοιπόν, βρήκε ανταπόκριση σε φεστιβαλικές διοργανώσεις ανά την Ευρώπη. Προβλήθηκε σε φεστιβάλ κινηματογράφου και απέσπασε ενθουσιώδη σχόλια για την τολμηρή της εικαστική γλώσσα. Παράλληλα, έδωσε στην Παθ Βέγκα το διαβατήριο για να εμφανιστεί σε άλλα ευρωπαϊκά πρότζεκτ, καθώς και σε διεθνείς παραγωγές εκτός Ισπανίας.
Κριτική ανάλυση: Είναι η ταινία ένα «ψυχογράφημα» ή ένας «αισθησιακός λαβύρινθος»;
Πολλές φορές οι κριτικοί διαφωνούν για το αν το Lucía y el Sexo θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως μια ταινία ψυχολογικού βάθους ή ως ένα ερωτικό θρίλερ-δράμα. Στην πραγματικότητα, μάλλον ισχύουν και τα δύο. Οι χαρακτήρες προχωρούν σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, αλλά όχι με τη λογική ενός εξωτερικού θρίλερ (δεν υπάρχει δηλαδή δολοφονία ή εγκληματική πλοκή). Αντίθετα, το θρίλερ εκτυλίσσεται στο εσωτερικό του καθενός, στην επιθυμία τους να καταλάβουν τι είναι αληθινό και τι όχι, ποιος τους αγαπάει και ποιος τους πληγώνει, ποιο λάθος μπορεί να διορθωθεί και ποιο είναι ανεπανόρθωτο.
Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι ο Μέντεμ συλλαμβάνει πολύ πιστά το ανθρώπινο δράμα της αγάπης και της απώλειας, όπου το σεξ δεν είναι μόνο σωματική ικανοποίηση, αλλά και κρίσιμος χώρος αναμέτρησης του ίδιου μας του εαυτού.
Συμπεράσματα: Γιατί παραμένει επίκαιρη η ταινία
Παρά το γεγονός ότι η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά πριν πάνω από δύο δεκαετίες, το Lucía y el Sexo παραμένει επίκαιρο για διάφορους λόγους:
Θεματική της προσωπικής αναζήτησης: Η ανάγκη να βρούμε νόημα, να ξαναγράψουμε την ιστορία μας, να μετουσιώσουμε τον πόνο σε δημιουργία, είναι διαχρονική.
Τόλμη στην απεικόνιση του ερωτισμού: Σε μια εποχή όπου τα ψηφιακά μέσα πλημμυρίζουν από ερωτικές απεικονίσεις, η ταινία στέκεται ως παράδειγμα τού πώς ο ερωτισμός μπορεί να υπηρετήσει μια βαθύτερη καλλιτεχνική αφήγηση.
Πολυεπίπεδη αφηγηματική δομή: Με τις πολλές χρονικότητες, τα παράλληλα σύμπαντα και την αμφισημία, το φιλμ ασκεί στη σκέψη του θεατή μια δυνατή γοητεία που σπάνια συναντάμε σε πιο «στρωτές» παραγωγές.
Ερμηνείες ηθοποιών: Η Παθ Βέγκα έδωσε μια ερμηνεία-σταθμό, και οι υπόλοιποι ηθοποιοί (όπως ο Τρίσταν Ουγιόα στον ρόλο του Λορένθο) συνέβαλαν στη δημιουργία ενός άκρως πιστευτού συναισθηματικού κόσμου.
Η ίδια η Παθ Βέγκα έχει αναφέρει σε συνεντεύξεις της ότι η συνεργασία με τον Χούλιο Μέντεμ στην ταινία αυτή της άνοιξε ορίζοντες, τόσο επαγγελματικούς όσο και πνευματικούς. Άλλωστε, πολλοί ηθοποιοί που ξεκινούν τις καριέρες τους αναζητώντας ευκαιρίες ανάδειξης, σπάνια έχουν την τύχη να βρεθούν σε ένα πρότζεκτ που τους επιτρέπει να ξεδιπλώσουν τόσο βαθιά το ταλέντο τους.
Μεταγενέστερες επιρροές και η θέση του Χούλιο Μέντεμ σήμερα
Ο Χούλιο Μέντεμ, αν και δεν σημείωσε την ίδια εμπορική επιτυχία με σκηνοθέτες όπως ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, θεωρείται μια από τις σημαντικές φωνές του ισπανικού και ευρωπαϊκού σινεμά. Μετά το Lucía y el Sexo, συνέχισε να σκηνοθετεί, διατηρώντας το προσωπικό του στυλ. Ωστόσο, για πολλούς κριτικούς, αυτή η ταινία παραμένει το πιο εμβληματικό δείγμα της δημιουργικότητάς του, ένας κινηματογραφικός τόπος όπου συναντιούνται η ποίηση, ο αισθησιασμός και η φιλοσοφική αναζήτηση.
Σε μια εποχή κατά την οποία η εικόνα κατακλύζει τις ζωές μας, ο Μέντεμ μάς υπενθυμίζει ότι ο κινηματογράφος έχει ακόμη τη δύναμη να «μαγεύει», να διηγείται ιστορίες που ξεπερνούν την απλή αναπαράσταση και μπαίνουν στον ψυχικό κόσμο του κοινού.
Επίλογος: Ένα ταξίδι αυτογνωσίας
Συνοψίζοντας, η ταινία Lucía y el Sexo δεν είναι μονάχα ένα ερωτικό δράμα που σόκαρε με τις «τολμηρές» σκηνές του. Είναι, περισσότερο, η ιστορία της Λουσίας και του Λορένθο – δύο ανθρώπων που προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τους δαίμονές τους, να ξαναβρούν την αγάπη και να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους μέσα από τη συγγραφή, τον έρωτα, τη μνήμη. Η Παθ Βέγκα, στον ρόλο της Λουσίας, ξεδιπλώνει μια ερμηνεία καθηλωτική, και καθόλου τυχαία δεν επαινέθηκε τόσο στην Ισπανία όσο και εκτός.
Για όσους αναζητούν μια ταινία που θα τους κάνει να σκεφτούν πάνω σε ζητήματα ταυτότητας, επιθυμίας, ενοχής και λύτρωσης, το Lucía y el Sexo παραμένει ένα από τα πιο ενδεικτικά δείγματα. Ο Χούλιο Μέντεμ, με τη χαρακτηριστική του γλώσσα, προσφέρει ένα ταξίδι ανάμεσα σε διαφορετικές πραγματικότητες, όπου κάθε απόφαση μπορεί να ξαναγραφτεί, όπως ακριβώς ο Λορένθο ξαναγράφει το μυθιστόρημά του.
Έτσι, το σεξ εδώ λειτουργεί σαν σύνορο και σαν γέφυρα· σαν κάτι που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει τους ήρωες· σαν κινητήρια δύναμη ή σαν αφορμή πόνου. Μέσα σε αυτό το σύμπαν, η Λουσία έρχεται αντιμέτωπη με την απώλεια, αναδύεται στην επιφάνεια και, τελικά, ξαναβρίσκει κάτι από τον εαυτό της που νόμιζε πως είχε χαθεί.
Σήμερα, μπορούμε να δούμε την ταινία ως ένα καλλιτεχνικό αποτύπωμα εκείνης της εποχής, όπου ο ισπανικός κινηματογράφος διεκδικούσε όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στον διεθνή στίβο, συνδυάζοντας τον κοινωνικό ρεαλισμό με τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων. Η Παθ Βέγκα, μέσα από τη Λουσία, στάθηκε στην πρώτη γραμμή αυτής της «επαναστατικής» ματιάς, θυμίζοντάς μας ότι η τόλμη δεν αφορά μόνο τις ερωτικές σκηνές, αλλά και την επιθυμία μας να αναζητήσουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας.
Εν τέλει, το Lucía y el Sexo δεν είναι απλώς μια ταινία· είναι μια πρόσκληση να δούμε τον ερωτισμό ως κάτι βαθιά ανθρώπινο και αναπόσπαστο από την ψυχή μας, μια οδό που μπορεί να μας οδηγήσει στην κάθαρση, αρκεί να είμαστε έτοιμοι να «βουτήξουμε» στην εσωτερική μας θάλασσα, όσο σκοτεινή κι αν είναι. Κι αυτό, ίσως, να είναι το σημαντικότερο μήνυμα που οι δημιουργοί της θέλησαν να αφήσουν ως κληρονομιά.
Φωτογραφίες
Video
Οκ! Βαρυναμε λίγο το θέμα μας, αλλα δεν βγήκαμε και πολύ από το μονοπάτι μας!
Αν θέλεις να μας επαναφέρεις, κάλεσε στο 909 910 9194 και πες τα… “παράπονά σου” στην Λουκία!